γάνιασε

γάνιασε
τό παιδί από τα κλάματα ребёнок посинел от плача;
6) замучиться, изводиться, изнемогать; εγάνιασα ως να βρώ το σπίτι σου замучился, пока нашёл твой дом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "γάνιασε" в других словарях:

  • γανιάζω — (I) και γκανιάζω και κανιάζω [γάνια] κλαίω γοερά, βραχνιάζω και μου δημιουργείται αίσθημα πνιγμού (γάνιασε τό παιδί να κλαίει»). (II) [γανιά] 1. (για μετάλλινα αντικείμενα) μαυρίζω, σκουριάζω 2. λερώνω, βρομίζω κάτι 3. χάνω την καθαρότητά μου… …   Dictionary of Greek

  • γανιάζω — γάνιασα, γανιασμένος 1. βγάζω γάνα. 2. μτφ., ταλαιπωρούμαι, κουράζομαι: Γάνιασα μέχρι να της αλλάξω γνώμη. 3. διψώ πολύ, στεγνώνει η γλώσσα μου: Γάνιασα για νερό. 4. σκουριάζω: Η κατσαρόλα γάνιασε από την πολλή χρήση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»